Ως υπογονιμότητα ορίζεται η αδυναμία σύλληψης μετά από χρονικό διάστημα 12 μηνών, με τακτικές σεξουαλικές επαφές χωρίς αντισύλληψη. Είναι μία κατάσταση που υπολογίζεται ότι αφορά το 15% των ζευγαριών που προσπαθούν να κάνουν παιδί παγκοσμίως. Ένα 35% αποδίδεται στην γυναίκα, το 30% στον άνδρα, το 20% και στους δύο, ενώ ένα 15% είναι αδιευκρίνιστο. Τα τελευταία χρόνια αρκετό ενδιαφέρον έχει στραφεί στο πως εξωτερικοί παράγοντες, όπως η διατροφή, επιδρούν στην γονιμότητα.
Αιτίες υπογονιμότητας
Η υπογονιμότητα στην γυναίκα μπορεί να οφείλεται σε καταστάσεις που επηρεάζουν τον εμμηνορροϊκό κύκλο, όπως το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (ΣΠΩ) και άλλες ορμονικές διαταραχές. Επίσης, η ενδομητρίωση, η πρόωρη εμμηνόπαυση και παθολογικές καταστάσεις που προκαλούν βλάβες στο αναπαραγωγικό σύστημα της γυναίκας, όπως φλεγμονές, χειρουργικές επεμβάσεις και καρκίνος, είναι κάποιες πιθανές αιτίες.
Στους άνδρες η υπογονιμότητα σχετίζεται συνήθως με την παραγωγή, λειτουργία, κινητικότητα και μεταφορά του σπέρματος. Καταστάσεις που επηρεάζουν το σπέρμα είναι προβλήματα υγείας, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, λοιμώξεις, ο καρκίνος και οι θεραπείες του. Άλλες αφορούν την υπερέκθεση σε περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως φυτοφάρμακα, χημικά και ακτινοβολία.
Επίδραση της διατροφής
Η δίαιτα είναι ένας από τους παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν είτε αρνητικά, είτε θετικά στην ικανότητα σύλληψης του ζευγαριού. Μία Μεσογειακού τύπου διατροφή σχετίζεται με καλύτερη γονιμότητα, αυξημένες πιθανότητες φυσιολογικής σύλληψης και επιτυχημένης υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και στα δύο φύλα. Η Μεσογειακή δίαιτα χαρακτηρίζεται από υψηλή πρόσληψη πολυακόρεστων και μονοακόρεστων λιπαρών, φρούτων, λαχανικών, οσπρίων και μη επεξεργασμένων υδατανθράκων. Η πρόσληψη κόκκινου κρέατος είναι χαμηλή και οι κύριες πηγές πρωτεΐνης είναι άπαχες πηγές, όπως πουλερικά και ψάρια.
Αντίθετα, μία Δυτικού τύπου δίαιτα χαρακτηρίζεται από υψηλή πρόσληψη θερμίδων, κορεσμένων και τρανς λιπαρών, επεξεργασμένων υδατανθράκων, πρόσθετων σακχάρων και αναψυκτικών, συστηματική κατανάλωση κόκκινου και επεξεργασμένου κρέατος και αραιή κατανάλωση φρούτων, λαχανικών και οσπρίων. Μία τέτοια διατροφή επηρεάζει αρνητικά το σωματικό βάρος, τα επίπεδα γλυκόζης και λιπιδίων στο αίμα και σχετίζεται με χαμηλότερη γονιμότητα.
Ας δούμε αναλυτικά ποια θρεπτικά συστατικά επηρεάζουν συγκεκριμένα την γονιμότητα:
Λιπαρά:
Τα ω3 και τα μονοακόρεστα λιπαρά είναι γνωστό ότι προσφέρουν αντιφλεγμονώδη και αντιοξειδωτική δράση στον οργανισμό και βελτιώνουν την ινσουλινοευαισθησία. Το γεγονός αυτό επηρεάζει θετικά την ρύθμιση της γονιμότητας σε γυναίκες με ΣΠΩ, αλλά και σε άνδρες με σακχαρώδη διαβήτη. Επιπλέον, τα “καλά” λιπαρά βελτιώνουν την σύσταση του σπέρματος και τις δυσλιπιδαιμίες στους άνδρες, οι οποίες από μόνες τους αποτελούν παράγοντες κινδύνου για υπογονιμότητα.
Από την άλλη πλευρά, η αυξημένη κατανάλωση τρανς λιπαρών σχετίζεται με ινσουλινοαντίσταση, μεταβολικές διαταραχές και ενδομητρίωση στις γυναίκες, με αρνητική επίδραση στην γονιμότητα. Η υψηλή κατανάλωση κορεσμένου λίπους, έναντι πολυακόρεστων και μονοακόρεστων στους άνδρες, έχει αρνητική επίδραση στην σύσταση του σπέρματος.
Υδατάνθρακες:
Όσον αφορά τους υδατάνθρακες, υψηλή κατανάλωση φυτικών ινών και μη επεξεργασμένων υδατανθράκων, αντί επεξεργασμένων και απλών σακχάρων, συμβάλει σε καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο και υψηλότερη ινσουλινοευαισθησία. Αποτέλεσμα είναι η βελτίωση της δυνατότητας παραγωγής ωαρίων σε γυναίκες με ΣΠΩ και της παραγωγής σπέρματος στους άνδρες.
Πρωτεΐνη:
Επαρκή επίπεδα πρωτεΐνης σχετίζονται με καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο, καθώς επίσης και με επαρκή παραγωγή σπέρματος στους άνδρες.
Βιταμίνες:
Άλλα συστατικά που βοηθούν στην γονιμότητα είναι ορισμένες βιταμίνες. Η συμπληρωματική χορήγηση φυλλικού οξέος και B12, φαίνεται ότι σχετίζεται με καλύτερη έκβαση της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στις γυναίκες. Η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D3 επίσης, σχετίζεται με αυξημένη ινσουλινοευαισθησία σε γυναίκες με ΣΠΩ και χαμηλότερο κίνδυνο ενδομητρίωσης. Συμπληρώματα μυο-ινοσιτόλης, ενός ισομερούς της βιταμίνης B8 ή ινοσιτόλης, φαίνεται ότι επηρεάζουν θετικά τον εμμηνοροϊκό κύκλο σε γυναίκες με ΣΠΩ. και συνεπώς την δυνατότητα σύλληψης. Επιπρόσθετα, οι βιταμίνες C και Ε με τις αντιοξειδωτικές τους ιδιότητες επιδρούν θετικά στο ΣΠΩ και στην ποιότητα του σπέρματος.
Ιχνοστοιχεία:
Ορισμένα ιχνοστοιχεία φαίνεται ότι έχουν ένα ενδιαφέρον στην επίδρασή τους στην γονιμότητα, κυρίως λόγω των αντιοξειδωτικών δράσεων. Τέτοια είναι ο σίδηρος, ο ψευδάργυρος, το ιώδιο και το σελήνιο, τα οποία θα πρέπει να ελέγχονται σε περίπτωση υπογονιμότητας. Αν υπάρχουν ανεπάρκειες συστήνεται η χορήγηση συμπληρωμάτων για την διόρθωσή τους.
Φυτοοιστρογόνα:
Τέλος, τα φυτοοιστρογόνα είναι χημικές ενώσεις που εντοπίζονται σε ορισμένα τρόφιμα όπως η σόγια, και έχουν παρόμοια δράση με τα οιστρογόνα. Φαίνεται να επηρεάζουν θετικά την γονιμότητα στις γυναίκες, ενώ πιθανότατα μειώνουν την παραγωγή σπέρματος στους άνδρες.
Τι διατροφή προτείνεται τελικά για γονιμότητα;
Η ρύθμιση του σωματικού βάρους, η βελτίωση της ευγλυκαιμίας και του λιπιδαιμικού προφίλ, και γενικότερα μια Μεσογειακή διατροφή συστήνονται, εκτός των άλλων, και για την βέλτιστη γονιμότητα σε ζευγάρια σε αναπαραγωγική φάση. Η διόρθωση ελλείψεων μικροθρεπτικών συστατικών μέσω συμπληρωμάτων είναι απαραίτητη όταν παρατηρείται κάποια ανεπάρκεια. Επίσης, η προληπτική συμπληρωματική χρήση ορισμένων βιταμινών, όπως φυλλικού οξέος και D3, είναι πιθανό να έχει όφελος στην σύλληψη.